«Ο πατέρας μου ο Μπάτης ήρθε απ' τη Σμύρνη το '22 κι έζησε 50 χρόνια σ' ένα κατώι φτωχικό», λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος στο γνωστό του τραγούδι με τη φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου.
«Γεννήθηκε στα Μέθανα γύρω στα 1887 και πέθανε στον Πειραιά στις 10 Μαρτίου 1967», αναφέρει σε σημείωμα του ο γνωστός ερευνητής του ρεμπέτικου Πάνος Σαββόπουλος.
«Πρόκειται για έναν από τους θεμελιωτές του κλασικού πειραιώτικου ρεμπέτικου τραγουδιού, άσχετα αν ηχογράφησε μόνο 17 τραγούδια σε δίσκους γραμμοφώνου. Ηταν ένα από τα μέλη της περίφημης "Τετράδος της ξακουστής του Πειραιά", που με την εμφάνισή της το καλοκαίρι του 1934 άλλαξε όλη την πορεία του λαϊκού τραγουδιού στις πόλεις και καθιέρωσε το μπουζούκι σαν το πιο εκφραστικό όργανο», σημειώνει ο Π. Σαββόπουλος.
Οι άλλοι τρεις της «Τετράδος» ήταν οι πασίγνωστοι Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής, Ανέστης Δελιάς.
Επαιζε πάρα πολύ ωραία μπαγλαμά και είχε δικό του «χοροδιδασκαλείο» στη Δραπετσώνα, γύρω στο 1925, γράφει ο Τ. Σχορέλης. «Μέχρις ότου καεί το Καραϊσκάκη, το 1937, διατηρούσε εκεί καφενείο - τεκέ, όπου σύχναζαν όλοι οι μάγκες της εποχής. Στη ζωή του έκανε πολλές δουλειές. Εκτός από το χοροδιδασκαλείο και το καφενείο-τεκέ, πουλούσε φάρμακα για τους κάλους και τα δόντια, έκανε το μικροπωλητή, είχε ενεχυροδανειστήριο κ.ά. Είχε αναπτυγμένο το αίσθημα του χιούμορ και έχουν αφήσει εποχή τα καλαμπούρια του και οι "πλάκες" που 'χε σκαρώσει σε πολλούς, χωρίς την παραμικρή δόση κακίας».
Από τους δύο αυτούς ερευνητές του ρεμπέτικου και οι πληροφορίες που ακολουθούν: «Στα 8 του χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στον Πειραιά, γι' αυτό τον θεωρούν στην ουσία Πειραιώτη. Επρόκειτο για χαρακτήρα ατίθασο και ως εκ τούτου έκανε πάνω από 10 χρόνια στο στρατό». (Π.Σ.)
«Μέχρι το θάνατό του έπαιζε και τραγουδούσε πότε με συγκροτήματα και πότε μόνος του, γυρνώντας στα καφενεία και στις ταβέρνες. Ηταν πραγματικά ο αντιπροσωπευτικός τύπος του ρεμπέτη καλλιτέχνη. Οι παλιοί τον θυμούνται πάντα καλοντυμένο να παίζει στα λεμονάδικα, καθισμένος πάνω σ' ένα καρότσι, με το μικρό οργανάκι του, που το έκρυβε μέσα στην τσέπη του σακακιού του. Ο πιο όμορφος χαρακτηρισμός που γίνηκε για τον Μπάτη είναι αυτός που έκανε ο γερο-Τσακιριάν, που τον γνώριζε καλά. "Ηταν ο Ρήγας του Πειραιά". Είναι ένας χαρακτηρισμός που μαζί του συμφωνούν όλοι όσοι τον γνώρισαν. Οταν θάψανε τον Μπάτη, του βάλανε μαζί τον αγαπημένο του μπαγλαμά που του 'χε φτιάξει ο Τσακιριάν». (Τ.Σ.)
«Πέθανε από προβλήματα στα πνευμόνια. Λίγο πριν πεθάνει ο Μπάτης έγραφε τη διαθήκη του:
"Ο Μπαρμπα-Γιώργος γέρασε, δυο κόκαλα έχει μείνει, μα το μπαγλαμαδάκι του στιγμή δεν το αφήνει. Με μπαγλαμάδες αγκαλιά πέρασε τη ζωή του, με μια στερνή διπλοπενιά θ' αφήσει τη ζωή του. Να μην τον συγχωρήσετε, δεν έχει κάνει κρίμα, μόν' θέλει να τον θάψετε με μπαγλαμά στο μνήμα. Ο Μπαρμπα-Γιώργης ο Πειραιώτης, γερομάγκας και τσικ ιππότης, μπουζουκοπροσωπικότης, ο Μπαρμπα-Γιώργης ο Πειραιώτης"». (Π.Σ.)
Γνωστά τραγούδια του Μπάτη είναι η «Γυφτοπούλα», οι «Φυλακές του Ωρωπού», ο «Θερμαστής», το «Βάρκα μου μπογιατισμένη», το «Ζεϊμπεκάνο Σπανιόλο» («Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα») και ο θρυλικός «Μπουφετζής» -απ' όπου οι στίχοι με τους οποίους θα κλείσω αυτό το σημείωμα: «Θέλω να γίνω μπουφετζής σε τούρκικους τεκέδες / να 'ρχονται οι χανούμισσες να πίνουν ναργιλέδες». Και στο φινάλε, η επωδός:
«Γεια σου, λεβέντη μου Μπάτη».